- μούρη
- η1. το πρόσωπο, το μούτρο, η όψη.2. (περιπαιχτικά): Τόλμησε να έρθει και η μούρη του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μούρη — η (Μ μούρη) 1. το ρύγχος τών ζώων 2. το ράμφος τών πτηνών 3. (για πρόσ.) (ιδίως με ευτελιστική σημ.) πρόσωπο, μούτρο («θα σού αστράψω καμιά στη μούρη») νεοελλ. 1. (με κτητ. αντων. περιφρονητικά για να δηλωθεί το ίδιο το άτομο) η μούρη σου, η… … Dictionary of Greek
μουρώνω — [μούρη] 1. ορμώ 2. επιτίθεμαι … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
-άκλα — Γλωσσ. μεγεθυντική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής με σκωπτική ή μειωτική σημασία π.χ. μουρ άκλα (μούρη), φων άκλα (φωνή), χερ άκλα (χέρι) κ.λπ … Dictionary of Greek
αλεπομούρης — ο αυτός που έχει όψη αλεπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + μούρη] … Dictionary of Greek
αλλαξομουριάζω — αλλάζω όψη, χρώμα προσώπου ένεκα ψυχικής ταραχής, ασθένειας, κακοπάθειας κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + μούρη] … Dictionary of Greek
αλογομούρης — ο αυτός που έχει πρόσωπο μακρύ σαν τού αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + μούρη] … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
καμπούρης — α, ικο και καμπούρικος, η, ο (Μ καμπούρης, α, ικο) 1. αυτός που έχει καμπούρα, εξόγκωμα στην πλάτη, με τους ώμους γυρμένους, σκυφτός, καμπουριασμένος, καμπουρωτός νεοελλ. 1. δημώδης ονομασία τού πτηνού που σε παλαιότερα ταξινομικά συστήματα ήταν… … Dictionary of Greek
κατάμουρα — επίρρ. κατάμουτρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μούρη] … Dictionary of Greek